- επιπερκνος
- ἐπίπερκνοςἐπί-περκνοςv. l. ἐπί-περκος 2черноватый, темноватый
(λαγώς Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λαγώς Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επίπερκνος — ἐπίπερκνος, ον και ἐπίπερκος, ον (Α) [περκνός] μαυρειδερός, μελανόχρωμος, κυρίως για σταφύλια που ωριμάζουν και ειδ. για το χρώμα μερικών λαγών («δύο τὰ γένη αὐτῶν [τῶν λαγωῶν] οἱ μὲν γὰρ μεγάλοι ἐπίπερκνοι», Ξεν.) … Dictionary of Greek
ἐπίπερκνος — somewhat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπερκνοι — ἐπίπερκνος somewhat masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)